δεσμοφυλάκων

δεσμοφυλάκων
δεσμοφύλαξ
gaoler
masc/fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αρχιδεσμοφύλακας — ο (Α ἀρχιδεσμοφύλαξ) ο επικεφαλής των δεσμοφυλάκων …   Dictionary of Greek

  • στρατόπεδο συγκέντρωσης — Σ. του είδους ιδρύθηκαν από τους Ισπανούς στη διάρκεια της εξέγερσης της Κούβας. Κατά τη διάρκεια του πόλεμου των Μπόερς, οι Άγγλοι έκλεισαν σε σ. συγκέντρωσης τα γυναικόπαιδα και τους γέρους, για να κάμψουν την αντίσταση των αντιπάλων τους. Στον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”